ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΩΣ ΤΟ 1946
Ο χώρος
Το βραχώδες και έρημο νησί που εκτείνεται παράλληλα με την ανατολική ακτή της Αττικής είναι η Μακρόνησος. Στο νησί εντοπίζονται ή πιθανολογούνται ενδιαιτήματα μεταλλουργών, κτηνοτρόφων, μελισσοκόμων, μοναχών, σε ασυνεχείς περιόδους, πάντα σε σχέση με τις οικονομικές και άλλες δραστηριότητες των κοντινών περιοχών, της Κέας και της Λαυρεωτικής (του νοτίου άκρου της Αττικής). Διοικητικά η Μακρόνησος ανήκει στην Κέα, ωστόσο τουλάχιστον την τελευταία εκατονταετία φαίνεται να υπήρξε απολύτως εκτός πλαισίου μιας «διάσπαρτης πόλης»Διάσπαρτη πόληΌρος που δηλώνει το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου με τις πλησιόχωρες ηπειρωτικές ακτές, όπου το «διαρκές πηγαινέλα ανθρώπων, αγαθών και καραβιών από το ένα νησί στο άλλο, μέσα σε μια οικονομική ώσμωση» (Σπύρος Ασδραχάς). του Αιγαίου· υπήρξε απομονωμένη, αν και σήμερα φαίνεται ακόμα και κοντινή στην Αθήνα, κατεξοχήν τόπος εκτός πολιτείας, χώρος απομόνωσης και εξορίας.
Το όνομα Μακρόνησος αναφέρεται πρώτη φορά από τα μέσα του 13ου αιώνα. Στο σχήμα της οφείλεται και το αρχαίο όνομα Μάκρις και το μεταγενέστερο Μάκρη, με το οποίο είναι γνωστή τον Μεσαίωνα και μέχρι τον 20ό αιώνα. Το νησί ονομαζόταν και Ελένη, γιατί κατά την παράδοση το επισκέφτηκε η μυθολογική ηρωίδα κατά το ταξίδι της επιστροφής της από την Τροία.
Η Μακρόνησος βρίσκεται στη ροή ενός κλάδου του ισχυρού θαλάσσιου ρεύματοςΘαλάσσιο ρεύμαΕδώ πρόκειται για το ψυχρό «Ποντικό ρεύμα» που χύνεται από τον Εύξεινο Πόντο στο Αιγαίο· υποβοηθούμενο από τους βόρειους και βορειοδυτικούς ανέμους διαπλέει τη Χαλκιδική, συνεχίζει νότια και χωρίζεται σε δύο κλάδους: ο ένας ρέει μεταξύ Ευβοίας και Άνδρου και φθάνει στην ανατολική ακτή της Πελοποννήσου όπου διακλαδίζεται σε δύο ροές, μία που φτάνει στην ανοιχτή Μεσόγειο και μια δεύτερη προς ανατολικά που ενώνεται με το «Μικρασιατικό ρεύμα». που χύνεται από τον Εύξεινο Πόντο στο Αιγαίο· ο βόρειος άνεμος, ο «απαρκτίας» των αρχαίων, ήταν πάντα ισχυρός στην περιοχή· τοπικός ακτοπλοϊκός κίνδυνος ήταν και ο ύφαλος της Τρυπητής στο βόρειο άκρο του νησιού. Στην αρχαιότητα, καθώς οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν ταχύτερες και πρακτικότερες από τις χερσαίες, η γύρω περιοχή αποτελούσε πολυσύχναστο θαλάσσιο δρόμο. Έξι αρχαία ναυάγια έχουν εντοπιστεί γύρω από τη Μακρόνησο που χρονολογούνται από τον 2ο αι. π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ., δύο στον ύφαλο της Τρυπητής, ένα στο ακρωτήριο Κέντρο, ένα στον όρμο Βαθύ Αυλάκι και δύο μεταξύ Μακρονήσου και Θορικού, ενώ ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες ήταν ορατό το μισοβυθισμένο πλοίο «Apollonia VI» μετά την προσάραξή του στην Τρυπητή το 1980.
Στον Μεσαίωνα η Μακρόνησος ήταν, όπως και η Αίγινα και η Σαλαμίνα, ορμητήριο πειρατώνΠειρατέςΟι πειρατές στο Αιγαίο την περίοδο από τον 13ο ώς τον 15ο αιώνα ήταν κυρίως Γενουάτες ή άλλοι Ιταλοί, Έλληνες, συνήθως από τη Μονεμβασιά και τη Ρόδο, και από τον 14 αιώνα και Τούρκοι. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης μιλάει για θαλασσοκρατία των πειρατών, καθώς το φαινόμενο της πειρατείας ήταν οξύ στην εποχή του και βασικός παράγοντας στις δυσκολίες επισιτισμού της Αττικής.. Ο βυζαντινός λόγιος Μιχαήλ Χωνιάτης (μητροπολίτης Αθηνών το διάστημα 1182-1204), αναφέρει τη φτωχή μονή Αγίου Γεωργίου στη Μάκρη και μετανιώνει που δεν την είχε εκκενώσει, ώστε οι πειρατές να έχουν ένα λιγότερο λόγο που θα καθιστούσε το νησί «ενδιαίτημα». Μαρτυρία για ύπαρξη μοναχών στο νησί υπάρχει το 1675 από τον γάλλο ταξιδιώτη Guillet, ενώ πιθανόν ο σημερινός ναός του Αγίου Γεωργίου, ίσως είναι ό,τι επιβίωσε από αυτή τη μονή.
Ο γάλλος ταξιδιώτης Tournefort που διανυκτέρευσε στο νησί στις 7 Νοεμβρίου του 1700 είχε διαβάσει στον Πλίνιό του πως η τρικυμία είχε αποκόψει τη Μακρόνησο από την Εύβοια. Η Μακρόνησος όμως γεωλογικά και μεταλλευτικά δεν είναι κομμάτι ούτε της Εύβοιας ούτε των Κυκλάδων, αλλά της Λαυρεωτικής. Φτωχότερη όμως ως προς τη μεταλλοφορία, διαβρωμένη από τη βροχή και τον άνεμο, με λίγο νερό και άγονη, όπως είναι συνήθως οι τόποι με μεταλλοφόρα κοιτάσματα.
Μεταλλουργική δραστηριότητα
Στους προϊστορικούς χρόνους, στην αντικρινή Λαυρεωτική προσορμίζονταν οι έμποροι του οψιανούΟψιανός ή οψιδιανόςYαλώδες πέτρωμα που προέρχεται από ηφαιστειογενείς περιοχές. Ο οψιανός της Μήλου χρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους του Αιγαίου μέχρι το τέλος των μυκηναϊκών χρόνων (περίπου ως το 1100 π.Χ.) για την κατασκευή εργαλείων και όπλων. που κινούνταν μεταξύ των Κυκλάδων και της ηπειρωτικής Ελλάδας· λεπίδες οψιανού έχουν βρεθεί και στη Μακρόνησο. Στη θέση Προβάτσα της Μακρονήσου έχουν βρεθεί και οι αρχαιότεροι γνωστοί «λιθάργυροι»ΛιθάργυροςΟξείδιο του μολύβδου· ο διαχωρισμός του αργυρούχου μολύβδου σε άργυρο και μόλυβδο γινόταν με την τεχνική της «κυπέλλωσης». Κατά τη διαδικασία τήξης ο μόλυβδος ευρισκόμενος σε υγρή κατάσταση μέσα σε ειδικό κύπελλο ενωνόταν με το οξυγόνο και μετατρεπόταν σε οξείδιο του μολύβδου (PbO) που στα αρχαία ελληνικά ονομάζεται λιθάργυρος, ενώ ο άργυρος έμενε ανέπαφος. της Λαυρεωτικής, που τεκμηριώνουν μεταλλουργική δραστηριότηταΜεταλλουργίαΗ παρασκευή και κατεργασία μετάλλων και κραμάτων από μεταλλεύματα.· ανακαλύφθηκε επίσης μικρός οικισμός του 2700-2300 π.Χ., σύγχρονος με τη λειτουργία του «Μεταλλείου υπ’ αρ. 3» του Θορικού, ενός από τα αρχαιότερα αργυρωρυχεία της Μεσογείου.
Κατά τη συστηματική μεταλλευτική ΜεταλλευτικήΗ εξόρυξη μεταλλευμάτων, ορυκτών και πετρωμάτων.και μεταλλουργική δραστηριότητα στη Λαυρεωτική των κλασικών χρόνων που απέδιδε τον άργυρο για τα αθηναϊκά νομίσματα, τις «γλαύκες»ΓλαύκεςΤα αργυρά νομίσματα της αρχαίας Αθήνας που έφεραν στη μία όψη (εμπροσθότυπο) την κεφαλή της θεάς Αθηνάς και στην άλλη (οπισθότυπο) την παράσταση κουκουβάγιας (η γλαυξ). Η εκμετάλλευση των ορυχείων που απέδιδαν το ασήμι για τα νομίσματα αυτά κράτησε από τον 6ο ως τον 2ο αιώνα π.Χ., υπήρχε αντίστοιχη λειτουργία και στη Μακρόνησο. Οι σκωρίες ΣκωρίεςΑρχαία μεταλλουργικά απορρίμματα. Η σκωρία είναι μελανόμορφη, βαριά ύλη προερχόμενη από την τήξη του μεταλλεύματος, όχι περαιτέρω εκμεταλλεύσιμη με τα δεδομένα της αρχαίας τεχνολογίας, αλλά αξιοποιήσιμη για την μεταλλουργία της βιομηχανικής περιόδου. Οι σκωρίες που συχνά περιείχαν έως και 12% του βάρους τους σε αργυρούχο μόλυβδο αξιοποιήθηκαν από τη νέα μεταλλουργική δραστηριότητα στην περιοχή της Λαυρεωτικής από το 1865 και μετά. Ο ορυκτολογικός πλούτος και η μεταλλοφορία της Λαυρεωτικής ανά περιοχή/μικροτοπωνύμιο και ανά είδος:www.mindat.org/loc-14187.htmlαυτής της περιόδου μεταφέρθηκαν το 1871 στο Λαύριο για νέα εκμετάλλευση.
Τον 19ο αιώνα, όταν οι ορυκτές πρώτες ύλες ήταν απαραίτητες στην εκβιομηχάνιση του δυτικού κόσμου, οι έρευνες για ορυκτό πλούτο ανά τον πλανήτη εντάθηκαν με στόχο τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων, αλλά και παλαιών, αξιοποιήσιμων με τις νέες τεχνολογίες των ορυκτών. Η Λαυρεωτική εισέρχεται αιφνιδίως στη βιομηχανική περίοδο χάρη στην οξυδέρκεια του σμυρνιού μεταλλειολόγου Ανδρέα Κορδέλλα που διέγνωσε πως οι αρχαίες σκουριές μπορούσαν να είναι αποδοτικές. Το 1865, γενέθλιο έτος του σύγχρονου Λαυρίου, παράγεται και πάλι αργυρούχος μόλυβδος στην περιοχή, ενώ το 1885 τραίνο συνδέει το Λαύριο με την Αθήνα.
Το 1881 η Μακρόνησος παραχωρείται ως μεταλλείο σε μεταλλευτική εταιρεία («Ελένη»), το 1910 γίνεται έρευνα για ψευδάργυρο στο νησί και πριν τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται γεωλογική έρευνα και χαρτογράφηση από τη Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου. Το 1948 (κατά την περίοδο «αναμόρφωσης» πολιτικών κρατουμένων) ιδρύεται η εταιρεία «Ελληνικαί Μεταλλευτικαί Επιχειρήσεις Μακρόνησος ΕΜΕΜ Α.Ε.».
Απομόνωση και εξορία
Τα έτη 1912-1913 στάλθηκαν στη Μακρόνησο χιλιάδες τούρκοι αιχμάλωτοι του Α´ Βαλκανικού Πολέμου. Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) και των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913) οι αιχμάλωτοι ήταν 26.000 και 30.000 αντίστοιχα, οι οποίοι άρχισαν να μεταφέρονται δια θαλάσσης σε 32 στρατόπεδα στη νότια Ελλάδα και σε νησιωτικές ή παραθαλάσσιες θέσεις για λόγους σχετικής απομόνωσης και μειωμένης ανάγκης φύλαξης. Στην κίνηση των πλοίων από τη Θεσσαλονίκη καταγράφεται επίσης η μεταφορά πολλών αιχμαλώτων για λόγους ασφάλειας και προβλημάτων επισιτισμού και παρά το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης που προέβλεπε την παραμονή τους στο Καραμπουρνού. Από τον Νοέμβριο του 1912 αρχίζει η μεταφορά αιχμαλώτων και στη Μακρόνησο, όπου λειτούργησε θεραπευτήριο της Υγειονομικής Υπηρεσίας. Σύμφωνα με τον γαλλικό Τύπο μεταφέρθηκαν εκεί οι περισσότεροι από τους αιχμαλώτους των Ιωαννίνων, καταπονημένοι και πολλοί ήδη ασθενείς με πνευμονία και δυσεντερία.
Η κακή μεταχείριση των τούρκων αιχμαλώτων και κατοίκων από Έλληνες και Σέρβους ήταν θέμα πυκνής αρθρογραφίας του συγγραφέα Pierre Loti στις γαλλικές εφημερίδες τον χειμώνα 1912-1913. Η Επιτελική Υπηρεσία υπέβαλε υπόμνημα στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό με διαβεβαιώσεις για την τήρηση των διεθνών συμβάσεων. Στη Μακρόνησο εκατοντάδες τάφοι Τούρκων βρέθηκαν το 1948 κατά την κατασκευή στρατοπέδου, σύμφωνα με τη μαρτυρία των τότε εξορίστων. Παρατηρήθηκαν φαινόμενα καταχρήσεων εφοδιασμού από πολίτες και στρατιωτικούς (έγιναν δίκες το 1915-1916 για τις «καταχρήσεις Μακρονήσου»). Μετά την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συνθήκης την 1η Νοεμβρίου 1913, μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο φεύγουν για την Κωνσταντινούπολη γύρω στις 10.000 αιχμάλωτοι.
Στις 10 Ιουνίου 1922 αποφασίζεται η μεταφορά και προσωρινή εγκατάσταση στη Μακρόνησο των προσφύγων από τον Πόντο, οι οποίοι είχαν αρχίσει να φτάνουν από την άνοιξη του ίδιου έτους στην Ελλάδα. Με την άφιξη μέσα σε μια μέρα πάνω από 8.500 περίπου προσφύγων, πολλών ασθενών και αρκετών «υπόπτων χολέρας», το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου (της Σαλαμίνας) κρίθηκε ανεπαρκές και επικίνδυνο κοντά στην Αθήνα. Στη Βουλή και τον αθηναϊκό Τύπο τίθεται το «ζήτημα των πασχόντων προσφύγων».
Η εγκατάσταση σε σκηνές έγινε κατά ζώνες (ανάλογα με την περιοχή προέλευσης των προσφύγων και των ασθενειών τους), ιδρύθηκε θεραπευτήριο και τοποθετήθηκαν απολυμαντικοί κλίβανοι. Λοιμοκαθαρτήριο συγκροτήθηκε από τη φιλανθρωπική οργάνωση των «Νοσοκομείων των Αμερικανίδων Κυριών» (American Women’s Hospital), καθώς οι Αμερικανοί ανέλαβαν τη διατροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων της Μακρονήσου από τα τέλη του 1922. Οι πρόσφυγες έφθαναν κατά χιλιάδες και οι απώλειες λόγω των ασθενειών ήταν μεγάλες. Η διαρκής εισροή εντάθηκε με τη Μικρασιατική καταστροφή (1.150.000 άνθρωποι μεταξύ Αυγούστου 1922 και Μαρτίου 1923). Στη Μακρόνησο στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 αναμένεται να φύγουν οι 5.500 πρόσφυγες προς την ανατολική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη και να έρθουν οι νέοι 4.500 πρόσφυγες· στις 23 Δεκεμβρίου 1922 αποφασίζεται πως οι τελευταίοι 12.000 πρόσφυγες στα παράλια του Πόντου θα έρθουν στο νησί· στις 25 Μαρτίου 1923 φτάνουν 3.730 άνθρωποι· τον Απρίλιο και Μάιο του 1923 έχουν «αποκατασταθεί γεωργικώς» 7.000 πρόσφυγες της Μακρονήσου, έχουν μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη 4.000, όπου αναμένονται άλλοι 8.000). Υπάρχουν μαρτυρίες για φαινόμενα καταχρήσεων στον εφοδιασμό και εκμετάλλευσης των προσφύγων.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1923, σύμφωνα με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών για την παλινόστηση των ελλήνων αιχμαλώτων μετά την υπογραφή στη Λωζάννη της Σύμβασης περί ανταλλαγής ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, προβλέπεται η υποδοχή και απολύμανσή τους σε στρατόπεδο που θα δημιουργηθεί στη Μακρόνησο. Οι «πολιτικοί όμηροι» και «στρατιωτικοί αιχμάλωτοι» όμως που καταφθάνουν, πηγαίνουν στο λοιμοκαθαρτήριο του Πειραιά.
Το 1931 η Μακρόνησος προτείνεται ως χώρος συγκέντρωσης των κομμουνιστών. Το 1935 αναφέρεται στον Τύπο πως αποφασίστηκε να μεταφέρονται εκεί οι εκτοπιζόμενοι κομμουνιστές, για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης των ιδεών τους στα νησιά του Αιγαίου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
- Αγτζίδης Βλάσης, «Από τον Πόντο στο Μακρονήσι», kars1918.wordpress.com, 9/3/2010
- Δερμάτης Γιώργος Ν., Λαύρειο το μαύρο φως: Η μεταλλευτική και μεταλλουργική βιομηχανία στο Λαύρειο 1860-1917, ελληνική και ευρωπαϊκή διάσταση, Αθήνα: Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου-Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 2003.
- Κακαβογιάννης Ευάγγελος, «Μακρόνησος», στον τόμο: Ανδρέας Βλαχόπουλος (επιμ.), Αρχαιολογία – Νησιά του Αιγαίου, Αθήνα: Μέλισσα, 2005. 212-213.
- Μπελαβίλας Νίκος, Λήδα Παπαστεφανάκη, Α.Ζ. Φραγκίσκος, «Κέα και Μακρόνησος» στον τόμο: Νίκος Μπελαβίλας, Λήδα Παπαστεφανάκη (επιμ.), Ορυχεία στο Αιγαίο: Βιομηχανική αρχαιολογία στην Ελλάδα. Αθήνα: Μέλισσα, 2009. 230-231.
- Αθηναϊκά Νέα, Ελεύθερον Βήμα (Ιστορικό Αρχείο Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη)
- Εμπρός, Σκριπ, Ριζοσπάστης (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου – Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος)
Σχετικά τεκμήρια